Από την Άνθη Ελευθερία, Ψυχολόγο
Η προσωπικότητά μας ίσως είναι το πιο θεμελιώδες χαρακτηριστικό γνώρισμα του καθενός. Η διαμόρφωσή της δεν είναι στιγμιαία, λαμβάνει χώρα σταδιακά μέσα από την αλληλεπίδρασή μας με το περιβάλλον. Το πρωταρχικό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται ένας νεογέννητος άνθρωπος αποτελείται συνήθως από τους γονείς. Βάσιμα θεωρείται, λοιπόν, η οικογένεια ως ο θεσμός που διαπλάθει σχεδόν κάθε άτομο στην κοινωνία. Ρόλος -«κλειδί» σε αυτή τη διαδικασία θεωρείται η θέσπιση ορίων, δηλαδή σαφών κανόνων και αρχών, ικανών να συντονίσουν την επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας και να διασφαλίσουν την καλή λειτουργία και εξέλιξή της.
Το βρέφος, μέχρι και την ηλικία του 1 έτους, δεν ξεχωρίζει τον εαυτό του από τα πρόσωπα και ερεθίσματα του περιβάλλοντός του και αυτό ακριβώς καλείται να κατακτήσει: να αντιληφθεί την ύπαρξή του ως ξεχωριστή από τους άλλους οντότητα. Σ’ αυτή τη διαδικασία καθοριστική είναι η σχέση του παιδιού με το πρόσωπο με το οποίο αναπτύσσει στενή επικοινωνία και το οποίο είναι συνήθως η μητέρα. Μέσα από αυτή τη θεμελιώδη σχέση, αν το παιδί εισπράξει αγάπη, αποδοχή και ικανοποίηση των αναγκών του, θα διαμορφώσει θετική στάση προς τον εαυτό του και τους άλλους γύρω του. Αποκτά έτσι το συναίσθημα της εμπιστοσύνης, εδραιώνοντας μια θετική αντίληψη για τον κόσμο. Εξίσου σημαντική όμως είναι και η βίωση από το παιδί καταστάσεων ματαίωσης, όπως π.χ. είναι η καθυστέρηση της ικανοποίησης των βιολογικών του αναγκών, μέσα σε φυσιολογικά, βέβαια, πλαίσια. Η κεντρική λειτουργία της ματαίωσης στην παιδική ψυχή είναι η γείωσή του στην πραγματικότητα. Ο ρόλος του πατέρα σε αυτό το στάδιο (αν και είναι ο αφανής ήρωας στη σχέση μητέρας – παιδιού), είναι σημαντικός και έγκειται στο να στηρίξει τη μητέρα στο νέο της ρόλο και να την αποσπάσει σταδιακά από τη φροντίδα του μωρού, ώστε να μη μετατραπεί η φροντίδα σε υπερπροστασία.
Από 2 έως 3 ετών το παιδί καλείται να αποκτήσει αυτονομία και έλεγχο, μέσα από την κατάκτηση δεξιοτήτων που θα του επιτρέπουν να πηγαίνει μόνο του τουαλέτα, καθώς και την κίνηση και εξερεύνηση του χώρου γύρω του. Στην αντίθετη περίπτωση θα βιώσει συναισθήματα ντροπής και αμφιβολίας. Βοηθητική σε αυτή την πρώτη γνωριμία με τον κόσμο θεωρείται η στάση των γονέων οι οποίοι απαντούν πρόθυμα στις -πολυάριθμες αυτή την περίοδο- ερωτήσεις και απορίες του παιδιού. Ο ρόλος των γονέων στο στάδιο αυτό αλλάζει: γίνεται πια εισαγωγή στην επιβολή κανόνων. Στο στάδιο αυτό το παιδί κατακτά την έννοια της πειθαρχίας. Σταδιακά θα διαμορφώσει την ηθική του συνείδηση, μαθαίνοντας ποιες αξίες κρύβονται πίσω από κάθε κανόνα που επιβάλλουν οι γονείς του. Σε αυτή την ηλικία είναι σημαντικό το παιδί να καταλάβει ότι δεν μπορεί να δρα ανεξέλεγκτα σύμφωνα με τις παρορμήσεις του, αλλά ότι ο «σωστός» τρόπος δράσης είναι αυτός που λαμβάνει υπ’ όψιν τους ισχύοντες για κάθε περίπτωση κανόνες. Το περιβάλλον του παιδιού καλό θα ήταν να είναι αρκετά προστατευμένο, ώστε το παιδί να τα καταφέρνει στις δραστηριότητες με τις οποίες ασχολείται και να μη νιώθει ότι το οδηγούν σε αποτυχία.
Από 3 έως 5 ετών, το παιδί παρουσιάζει μια έξαρση ενέργειας, κινείται συνεχώς στον χώρο και δοκιμάζει όλο και περισσότερες νέες δραστηριότητες. Για πρώτη φορά κάνει τα δειλά του βήματα στη γνωριμία προσώπων που δεν ανήκουν στον στενό κλοιό της οικογένειας, χωρίς βέβαια να απομακρύνεται πλήρως από τους γονείς. Μέσα από την κοινωνική αυτή ενασχόληση δίνεται η ευκαιρία στο παιδί να αναλάβει πρωτοβουλίες και να μη νιώθει ντροπή ή ενοχή όταν θα βρίσκεται στον ενεργητικό αυτό ρόλο. Τώρα είναι η στιγμή που το παιδί καλείται να αντιληφθεί τη θέση ισχύος των γονέων του ως προς αυτό, καθώς και την ισοτιμία στη σχέση μεταξύ των γονέων. Η γνώση αυτή κατακτάται από το παιδί μέσω της παρατήρησης της συμπεριφοράς των γονέων μέσα στη σχέση τους. Μείζονα σημασία παρουσιάζει η ύπαρξη κανόνων και ηθικών αρχών, που όχι μόνο τίθενται συστηματικά από τους γονείς, αλλά και αποτελούν μέρος της προσωπικής τους κοσμοθεωρίας, ώστε να τηρούνται και να ισχύουν πάντα και για τους ίδιους. Με αυτό τον τρόπο, αν το παιδί παρατηρεί συνέπεια ανάμεσα στις λέξεις και τις πράξεις του γονέα, είναι ευκολότερο να τον καταστήσει πρότυπο προς μίμηση.
Από 5 έως 10 ετών, η είσοδος του παιδιού στο σχολείο σηματοδοτεί την έναρξη της διαδικασίας της μάθησης, παράλληλα με την πρωτοφανή πολύωρη απομάκρυνση και παραμονή του παιδιού μακριά από την οικογένειά του. Συνεπώς, καθοριστική για την αυτοεικόνα του είναι η συνειδητοποίηση των ικανοτήτων του για μάθηση, που επισυμβαίνει μέσα από την ανατροφοδότηση που εισπράττει το παιδί με την ολοκλήρωση και βαθμολογία των σχολικών του εργασιών. Η ένταξη στην ομάδα των συνομηλίκων διαδραματίζει τώρα πρωταρχικό ρόλο στη διαδικασία κοινωνικοποίησης του παιδιού. Επίσης, αναπληρώνει την αίσθηση απώλειας του οικείου που φαίνεται να προκαλεί η απομάκρυνση από την οικογένεια. Η σχολειοφοβία εκδηλώνεται με επίμονη άρνηση του παιδιού να πάει στο σχολείο και εκφράζει αυτή ακριβώς τη δυσκολία του να απομακρυνθεί από την οικογένειά του. Μπορεί ακόμη να υποδηλώνει και τη δυσκολία μιας υπερπροστατευτικής μητέρας να αφήσει το παιδί της να αυτονομηθεί. Ο ρόλος των γονέων στο παρόν στάδιο είναι αυτός ακριβώς, να μπορέσουν να δεχτούν την ανάγκη του παιδιού να ενταχθεί ομαλά στην ομάδα του σχολείου και να το στηρίξουν στο πρωτόγνωρο για το ίδιο το παιδί εγχείρημα. Η απασχόληση των γονέων με καινούριες δραστηριότητες το διάστημα που το παιδί παραμένει στο σχολείο είναι ένας τρόπος να αποσπούν την προσοχή / ανησυχία τους από την παρουσία του παιδιού εκτός της εμβέλειας προστασίας τους.
Οι ταχύτατες αλλαγές που συμβαίνουν στην εφηβεία αλλοιώνουν την αυτοεικόνα του εφήβου. Μοιάζει να ξεκινάει πάλι από την αρχή το ταξίδι της αναζήτησης ταυτότητας, με προορισμό την οικοδόμηση του δικού τους μοναδικού εαυτού. Οι κατακτήσεις σε νοητικό επίπεδο είναι μεγάλες (έχουν φτάσει κι όλας την ωριμότητα του ενήλικα) και αυτό το γεγονός οδηγεί στην κριτική αντιμετώπιση, έως και αμφισβήτηση πολλές φορές, των απόψεων των ενηλίκων. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι έφηβοι που διατηρούσαν καλές σχέσεις με την ομάδα των συνομηλίκων τους, εξέφραζαν ευκολότερα την ανάγκη να συζητήσουν με τους γονείς τους για ζητήματα που τους απασχολούν. Τα κύρια αναπτυξιακά επιτεύγματα αυτής της περιόδου αφορούν την αυτονόμηση του εφήβου από την οικογένεια, τη διαμόρφωση μιας θετικής ή αρνητικής αυτοεικόνας, με απώτερο στόχο την «εύρεση» της ταυτότητας του εαυτού. Οι γονείς καλούνται να συνεισφέρουν σε αυτή την επίπονη διαδικασία κατάκτησης τηρώντας μια στάση κατανόησης και ανεκτικότητας στη συχνά ευμετάβλητη διάθεση του εφήβου, αλλά και θέτοντας σαφέστερα από κάθε άλλο στάδιο όρια. Θεωρείται σημαντικό τα όρια και οι αρχές των γονέων να αντιπροσωπεύουν και τους ίδιους, ώστε να μπορούν να έρθουν χωρίς φόβο όποτε χρειαστεί σε αντιπαράθεση με την αντιδραστικότητα και την πιθανή επιθετικότητα του εφήβου.
Πέρα από τα όρια που τίθενται στις αντίστοιχες φάσεις ανάπτυξης του παιδιού, υπάρχουν και τα συνολικά όρια της οικογένειας, τα οποία εξασφαλίζουν ένα συλλογικό κλίμα αγάπης και λειτουργικότητας, διατηρώντας παράλληλα την επικοινωνία μεταξύ των μελών σε καλό επίπεδο. Αυτά περιλαμβάνουν τις κοινές εμπειρίες μεταξύ των μελών της οικογένειας, όπως διάφορες τελετές (π.χ. εορτασμός γενεθλίων, Χριστουγέννων κλπ). Προκειμένου να επιτευχθεί ο έλεγχος των μελών, με στόχο πάντοτε την ασφάλειά τους, σημαντικοί θεωρούνται οι περιορισμοί στην ελευθερία κινήσεων στον χώρο και το χρόνο, που περιλαμβάνουν την ειδοποίηση για το που θα βρίσκεται το κάθε μέλος κατά τη διάρκεια της ημέρας, καθώς και ο σαφής καθορισμός των σχέσεων μεταξύ των μελών.
Όσον αφορά τη διαδικασία διαπαιδαγώγησης του παιδιού, σημαντική για το παιδί κατάκτηση θεωρείται η προθυμία του για συνεργασία. Η προθυμία αυτή οικοδομείται μέσα από μια ζεστή και στοργική σχέση με τους γονείς, οπότε και είναι πιθανότερο το παιδί να εκλαμβάνει τον τρυφερό γονέα που νοιάζεται για αυτό ως πρότυπο προς μίμηση. Το αποτέλεσμα θα είναι η όσο το δυνατόν αδιαμαρτύρητη συμμόρφωση με τους κανόνες που τίθενται απ’ τους γονείς. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η ενίσχυση των επιθυμητών συμπεριφορών, όταν αυτές επιτέλους εμφανίζονται απ’ τα παιδιά. Η προσοχή των γονέων, ένα χαμόγελο, ένας έπαινος, κ.ά, ενισχύουν τη θέληση του παιδιού να ανταποκριθεί στην απαίτηση του γονέα.
Τέλος, η απουσία ελέγχου και ορίων στα παιδιά κάθε άλλο παρά θετικές συνέπειες έχει, τόσο για την προσωπικότητά τους όσο και για τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Τα παιδιά εκλαμβάνουν ένα γονέα που δε διατηρεί τα όρια ως αδιάφορο για αυτά, ενώ από την άλλη οι γονείς δυσκολεύονται να απολαύσουν την διαδικασία της ανάπτυξης του παιδιού τους. Όλοι μαζί στερούνται ενός κλίματος αγάπης, κατανόησης και δημιουργικότητας. Μήπως αξίζει τελικά τον κόπο η προσπάθεια θέσπισης ορίων;