“Οι Μαθησιακές Δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μία ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων. Οι διαταραχές αυτές είναι εγγενείς στο άτομο και αποδίδονται σε δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού συστήματος. Μάλιστα είναι δυνατό να υπάρχουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Με τις μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να συνυπάρχουν προβλήματα σε συμπεριφορές αυτοελέγχου, κοινωνικής αντίληψης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Αυτά τα προβλήματα ωστόσο, δεν συνιστούν από μόνα τους μαθησιακές δυσκολίες. Αν και οι μαθησιακές δυσκολίες μπορεί νa εμφανίζονται μαζί με άλλες καταστάσεις μειονεξίας (π.χ. αισθητηριακή βλάβη, νοητική καθυστέρηση, σοβαρή συναισθηματική διαταραχή) ή να δέχονται την επίδραση εξωτερικών παραγόντων, όπως είναι οι πολιτισμικές διαφορές και η ανεπαρκής ή ακατάλληλη διδασκαλία, αυτές δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα των παραπάνω καταστάσεων ή εξωτερικών επιδράσεων» (Hammill, 1990, όπως αναφέρεται στην Παντελιάδου, 2000).
Ο όρος «μαθησιακές δυσκολίες» χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στο σχολικό περιβάλλον. Είναι ένας όρος που χαρακτηρίζει ένα ποσοστό παιδιών τα οποία παρουσιάζουν κάποιες δυσκολίες όσον αφορά την επίδοσή τους στα μαθήματα του σχολείου. Παρουσιάζεται δυσκολία στη χρήση του γραπτού και του προφορικού λόγου, στους μαθηματικούς υπολογισμούς, στη διατήρηση προσοχής. Αν και ενδείξεις των μαθησιακών δυσκολιών υπάρχουν ακόμη και από την προσχολική ηλικία, οι διαταραχές συνήθως αναγνωρίζονται όταν το παιδί έχει πλέον φτάσει στην σχολική ηλικία. Ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να παρουσιάσουν μία Μαθησιακή Δυσκολία ενώ άλλοι έναν συνδυασμό Μαθησιακών Δυσκολιών που η μία επικαλύπτει την άλλη.
Τα αίτια των Μαθησιακών Δυσκολιών δεν είναι συγκεκριμένα. Εκτός από τις εγγενείς διαταραχές, το περιβάλλον όπου ζει και μεγαλώνει ένα παιδί καθώς και η ίδια η οικογένεια επηρεάζουν άμεσα την εμφάνιση και την ανάπτυξη των Μαθησιακών Δυσκολιών. Για παράδειγμα, όταν ένα παιδί ηλικίας 8 ετών παρουσιάζει δυσκολία στην ευχέρεια λόγου ή στην ανάγνωση και οι γονείς αδιαφορούν ή απλώς το θεωρούν «τεμπέλη», αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην απευθύνονται σε κάποιο ειδικό, και να «επιτρέπουν» τη διαιώνιση αυτής της δυσκολίας. Βέβαια, και ο τρόπος εκπαίδευσης αλλά και ο ίδιος ο εκπαιδευτικός επηρεάζουν την διαιώνιση ή μη των Μαθησιακών Δυσκολιών.
Τα πιο συχνά συμπτώματα των Μαθησιακών Δυσκολιών είναι η διάσπαση προσοχής, η φτωχή μνήμη, η δυσκολία στη ακολουθία οδηγιών, η δυσκολία στο διαχωρισμό γραμμάτων, αριθμών, ήχων. Επίσης, παρουσιάζεται περιορισμένη αναγνωστική ικανότητα, πρόβλημα στον οπτικο-κινητικό συντονισμό, αποδιοργάνωση, φτωχή αντίληψη, δυσκολία στην λήψη κι επεξεργασία πληροφοριών και ερεθισμάτων, καθυστερημένη γλωσσική ανάπτυξη, δυσκολία στην οργάνωση του χρόνου και στο συντονισμό ενεργειών για την επίτευξη των στόχων, καθυστέρηση στην γλωσσική και κινητική ανάπτυξη. Κάποια από τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν σε κάποιο στάδιο εξέλιξης σε οποιοδήποτε παιδί. Τα συμπτώματα αυτά όμως μετατρέπονται σε Μαθησιακές Δυσκολίες όταν δεν εξαφανίζονται με το πέρασμα του χρόνου κατά την ανάπτυξη του παιδιού.
Όταν κάποιος παρουσιάζει ένα μόνο από τα παραπάνω συμπτώματα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει Μαθησιακή Δυσκολία, διότι οι περισσότεροι άνθρωποι παρουσιάζουν σε κάποια φάση της ζωής τους κάποιο από αυτά. Εάν βέβαια τα συμπτώματα είναι περισσότερα από ένα τότε ίσως χρειάζεται να εξεταστεί το ενδεχόμενο της ύπαρξης κάποιας διαταραχής.
Η ύπαρξη της Μαθησιακής Δυσκολίας δεν καθιστά το άτομο ανίκανο να μάθει οτιδήποτε, αλλά τονίζει ότι πρέπει να του υποδειχθεί κάποιος διαφορετικός τρόπος για να μάθει συγκεκριμένα πράγματα, κι αυτό συμβαίνει διότι ο εγκέφαλος αυτού του ατόμου επεξεργάζεται με διαφορετικό τρόπο τις πληροφορίες που λαμβάνει.
Το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών έχει επικεντρωθεί στις Μαθησιακές Δυσκολίες καθώς το ποσοστό των ατόμων στα οποία εμφανίζονται αυτές τις διαταραχές είναι αρκετά μεγάλο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα επιστημονικών ερευνών το 15-20% του μαθητικού πληθυσμού φαίνεται να αντιμετωπίζει κάποια μαθησιακή διαταραχή ή δυσκολία. Η κλινική εικόνα των ατόμων με Μαθησιακές Δυσκολίες είναι διαφορετική για κάθε άτομο ανάλογα με τη δυσκολία, τα αίτια αυτής, την ένταση, τα συμπτώματα, τη θεραπεία, τον οικογενειακό και κοινωνικό περίγυρο. Τα αγόρια έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παρουσιάσουν κάποια Μαθησιακή Δυσκολία σε σχέση με τα κορίτσια διότι είναι πιο ευάλωτα σε προγεννητικές, περιγεννητικές και μεταγεννητικές βλάβες.
Τα παιδιά που παρουσιάζουν Μαθησιακές Δυσκολίες βιώνουν συχνά τη σχολική αποτυχία με αποτέλεσμα να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Όταν δεν υπάρχει η κατάλληλη αντιμετώπιση αυτών των ατόμων μπορεί να δημιουργηθούν συναισθήματα ανασφάλειας, μειονεξίας και απογοήτευσης. Τα συναισθήματα αυτά επηρεάζουν άμεσα κάθε εκδοχή της καθημερινής τους ζωής. Πολλές φορές μπορεί να υπάρξει πρόβλημα κοινωνικής προσαρμογής και λειτουργικότητας. Λόγω των δυσκολιών αρκετά συχνά τα άτομα στιγματίζονται μπαίνοντας στο περιθώριο. Προκειμένου να μην υπάρχει η ετικετοποίηση αυτών των ατόμων καλό είναι να επιδιώκεται η κοινωνική τους ενσωμάτωση σε κάθε είδους κοινωνικό πλαίσιο.
Επομένως, η αποκατάσταση είναι ένας σημαντικός παράγοντας στη ζωή αυτών των παιδιών. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι εκπαίδευσης που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των παραπάνω διαταραχών. Για παράδειγμα, οι πολυαισθητηριακές μέθοδοι βοηθούν το παιδί να μαθαίνει χρησιμοποιώντας όλες τις αισθήσεις του διότι έχει την ανάγκη να προσλαμβάνει μία ολοκληρωμένη εικόνα αυτού που θέλει να μάθει και να το κατανοεί άμεσα. Η ύπαρξη κάποιου ειδικού είναι απαραίτητη σε κάθε φάση ανάπτυξης του παιδιού με διαταραχές, για την ομαλή εξέλιξή του.
Αναμφισβήτητα, οι Μαθησιακές Δυσκολίες αποτελούν ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της τελευταίας εικοσαετίας. Σύμφωνα με στοιχεία ερευνών υπάρχει μία συνεχής πρόκληση για τους ειδικούς, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς αλλά και για τα ίδια τα παιδιά που τις βιώνουν. Ο καθένας τους μπορεί να αποφασίσει εάν θα συμβιβαστεί με τη δυσκολία ή θα την αντιμετωπίσει. Μία δυσκολία σε καθηλώνει όταν δεν έχεις τη διάθεση να την αναγνωρίσεις, να την κατανοήσεις, να πειραματιστείς και να την προκαλέσεις ώστε να δεις μέχρι που μπορούν να φτάσουν οι δικές σου αντοχές χρησιμοποιώντας την ενέργεια της ίδιας της δυσκολίας.
Ο γονιός αντιμετωπίζει την πρόκληση να γνωρίσει το παιδί του με την κάθε δυσκολία και να το βοηθήσει, ο εκπαιδευτικός αντιμετωπίζει την πρόκληση να κρίνει τον ίδιο του τον εαυτό και τον τρόπο εκπαίδευσής του ώστε να είναι αποτελεσματικός για αυτά τα παιδιά, οι ειδικοί αντιμετωπίζουν τη συνεχή πρόκληση να ερευνούν την κάθε Μαθησιακή Δυσκολία και να ανακαλύπτουν τις ιδιαιτερότητες του ανθρώπινου οργανισμού αλλά και να τις αξιοποιούν. Τα ίδια τα άτομα με Μαθησιακές Δυσκολίες αντιμετωπίζουν την καθημερινή πρόκληση να αναγνωρίζουν τις δυσκολίες τους, να ζουν με αυτές και να τις ξεπερνάνε με διάφορες αποτελεσματικές στρατηγικές οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν τις πράξεις τους αλλά δεν τις περιορίζουν. Έτσι μπορούν να απολαμβάνουν την καθημερινότητά τους χωρίς να περιθωριοποιούνται.
Γεωργία Θεοδωροπούλου,
Ψυχολόγος
Μετεκπαιδευόμενη στο Eπαγγελματικό Πρόγραμμα Ειδικών Μαθησιακών Δυσκολιών (THACE).